τηλεμηχανικός

τηλεμηχανικός
ο, η, Ν
τεχνολ. παλαιά ονομασία για τον ειδικευμένο στις τηλεπικοινωνίες μηχανικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telemecanicien < τηλ(ε)-* + μηχανικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”